Κυδωνίας

Κυδωνίας
Κυδωνίᾱς , Κυδώνιος
quinces
fem acc pl
Κυδωνίᾱς , Κυδώνιος
quinces
fem gen sg (attic doric aeolic)
Κυδωνίᾱς , Κυδωνία
quince-tree
fem acc pl
Κυδωνίᾱς , Κυδωνία
quince-tree
fem gen sg (attic doric aeolic)
Κυδωνίᾱς , Κυδωνιάω
swell like a quince
imperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κυδωνίας και Αποκορώνου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Χανιά. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης και εξαρτάται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 104 ενοριακοί ναοί, ενώ για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή …   Dictionary of Greek

  • κυδωνίας — κυδωνίᾱς , κυδώνιος quinces fem acc pl κυδωνίᾱς , κυδώνιος quinces fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέας Κυδωνίας, δήμος — Δήμος (7.301 κάτ.) του νομού Χανίων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και την πρώην κοινότητα Αγίας Μαρίνης, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα Κυδωνία …   Dictionary of Greek

  • Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… …   Dictionary of Greek

  • Νικολούδης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από τους Λάκκους Κυδωνίας της Κρήτης της οποίας τα μέλη έδρασαν κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση του 1821. 1. Γεώργιος. Αρχικά πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλίτης του σώματος του Σαρηδαντώνη και διακρίθηκε στα… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… …   Dictionary of Greek

  • Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”